veŝto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- veŝto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veŝto | veŝtoj |
αιτιατική | veŝton | veŝtojn |
veŝto (eo)
- το γιλέκο