Μετάβαση στο περιεχόμενο

vegeti

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vegeti < veget- + -i
ρήμα vegeti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας vegetas vegetanta vegetata
αόριστος vegetis vegetinta vegetita
μέλλοντας vegetos vegetonta vegetota
υποθετική vegetus - -
προστακτική vegetu - -

vegeti (eo)