veka
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veka | vekaj |
αιτιατική | vekan | vekajn |
veka (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veka | vekaj |
αιτιατική | vekan | vekajn |
veka (eo)