velum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- velum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weg
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
velum ουδέτερο
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | velum | vela |
γενική | velī | velōrum |
δοτική | velō | velīs |
αιτιατική | velum | vela |
κλητική | velum | vela |
αφαιρετική | velō | velīs |