vendo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vendo | vendoj |
αιτιατική | vendon | vendojn |
vendo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vendo | vendoj |
αιτιατική | vendon | vendojn |
vendo (eo)