venelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
venelle | venelles |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]venelle (fr) θηλυκό
- το σοκάκι
ενικός | πληθυντικός |
venelle | venelles |
venelle (fr) θηλυκό