vengeance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η εκδίκηση που παίρνει κανείς για μία προσβολή ή οποιαδήποτε άλλη βλαπτική ενέργεια
Πηγές[επεξεργασία]
- vengeance - Cambridge Dictionary online
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vengeance | vengeances |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vengeance (fr) θηλυκό
- η εκδίκηση