Μετάβαση στο περιεχόμενο

vengeance

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vengeance (en) (μη μετρήσιμο)

  • η εκδίκηση που παίρνει κανείς για μία προσβολή ή οποιαδήποτε άλλη βλαπτική ενέργεια
      I seek vengeance against someone.
    Ζητώ εκδίκηση εναντίον κάποιου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη revenge



      ενικός         πληθυντικός  
vengeance vengeances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vengeance (fr) θηλυκό