venimeux
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | venimeux | venimeux |
| θηλυκό | venimeuse | venimeuses |
venimeux (fr) αρσενικό, venimeuse θηλυκό
- δηλητηριώδης· λέγεται για ζώα· για φυτά ή ανόργανες ουσίες βλέπε vénéneux
- (μεταφορικά) για δηλητηριώδη λόγια ή αισθήματα.