Μετάβαση στο περιεχόμενο

venimeux

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό venimeux venimeux
θηλυκό venimeuse venimeuses

venimeux (fr) αρσενικό, venimeuse θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]