venko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | venko | venkoj |
αιτιατική | venkon | venkojn |
venko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | venko | venkoj |
αιτιατική | venkon | venkojn |
venko (eo)