Μετάβαση στο περιεχόμενο

vente

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vente ventes

vente (fr) θηλυκό