ventgeneratoro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ventgeneratoro < vento (άνεμος) + generatoro (γεννήτρια)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ventgeneratoro | ventgeneratoroj |
αιτιατική | ventgeneratoron | ventgeneratorojn |
ventgeneratoro (eo)