ventoso
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ventoso | ventosi |
θηλυκό | ventosa | ventose |
ventoso (it)
Πηγές
[επεξεργασία]- ventoso - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).