ventrière
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ventrière | ventrières |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ventrière (fr) θηλυκό
- κομμάτι υφάσματος που χρησιμεύει στην ανύψωση και συγκράτηση ενός ζώου
- (τεχνολογία) εξάρτημα που βρίσκεται στη μέση μιας δομής και συγκρατεί διάφορα εξαρτήματά της