ventrière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ventrière ventrières

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ventrière (fr) θηλυκό

  1. κομμάτι υφάσματος που χρησιμεύει στην ανύψωση και συγκράτηση ενός ζώου
  2. (τεχνολογία) εξάρτημα που βρίσκεται στη μέση μιας δομής και συγκρατεί διάφορα εξαρτήματά της