verbalisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
verbalisation | verbalisations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
verbalisation (fr) θηλυκό
- η έκφραση με λόγια
- → δείτε τη λέξη procès-verbal
- η κλήση μιας παράβασης