verbalisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
verbalisation verbalisations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

verbalisation (fr) θηλυκό

  1. η έκφραση με λόγια
    → δείτε τη λέξη  procès-verbal
  2. η κλήση μιας παράβασης