verbrechen
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]verbrechen (de) etwas (παρατατικός: verbrach, μετοχή παρακειμένου: verbrochen)
- διαπράττω
- Delikt verbrechen - διαπράττω έγκλημα
![]() |
verbrechen (de) etwas (παρατατικός: verbrach, μετοχή παρακειμένου: verbrochen)