Μετάβαση στο περιεχόμενο

verdict

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
verdict verdicts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

verdict (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɛʁ.dikt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
verdict verdicts

verdict (fr) αρσενικό