verge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
verge | verges |
verge (en)
- ράβδος, ενδεικτική αξιώματος (→ δείτε τη λέξη verger)
- όριο, σύνορο, μεταίχμιο
- (μεταφορικά) στο χείλος, κοντεύω, είμαι πολύ κοντά σε κάποιο όριο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | verge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | verges |
αόριστος | verged |
παθητική μετοχή | verged |
ενεργητική μετοχή | verging |
verge (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- verge (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- verge (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 464. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοντεύω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
verge | verges |
verge (fr) θηλυκό
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
verga | verge |
verge (it)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μεταφορικοί όροι (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (ιταλικά)