verkaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | verkaro | verkaroj |
αιτιατική | verkaron | verkarojn |
verkaro (eo)
- πλήρης βιβλιογραφία, σύνολο από έργα