verkennen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
verkennen (de) jdn. / etwas (παρατατικός: verkannte, μετοχή παρακειμένου: verkannt)
- Sie hat seine guten Absichten verkannt! - Παραγνώρισε τις καλές του προθέσεις!