verlassen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
verlassen (de) jdn. (Präteritum: verließ, Partizip II: verlassen)
- εγκαταλείπω
- sie hat ihr Land verlassen, εγκατέλειψε τη χώρα της