Μετάβαση στο περιεχόμενο

vernissage

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
vernissage vernissages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vernissage (fr) αρσενικό

  1. το βερνίκωμα
  2. το βερνισάζ