verraten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

verraten (de) jdn., jdm. etwas ... (Präteritum: verriet, Partizip II: verraten)

  • προδίδω
    Judas hat ihn verraten! (Ο Ιούδας τον πρόδωσε!)
  • αποκαλύπτω
    Ich will dir etwas verraten (Θέλω να σου αποκαλύψω κάτι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]