versaillais

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Versaillais

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

versaillais < Versailles

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό versaillais versaillaiss
θηλυκό versaillaise versaillaises

versaillais (fr)

  1. σχετικός με τις Βερσαλλίες
  2. (ιστορία) πιστός οπαδός της εθνοσυνέλευσης των Βερσαλλιών που αντετίθετο στην Commune