versatile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]versatile (en)
- πολύπλευρος, πολυτάλαντος
- που έχει πολλές χρήσεις ή λειτουργίες
- ευμετάβλητος, ασταθής, αλλοπρόσαλλος
- πολύμορφος
- ευέλικτος
- (αργκό) ενεργοπαθητικός ομοφυλόφιλος, ευέλικτων ρόλων, ευέλικτος (μπινές [όμως η λέξη μπινές είναι χυδαία και όχι απλά αργκό όπως η λέξη versatile)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
versatile | versatiles |
Επίθετο
[επεξεργασία]versatile (fr) αρσενικό ή θηλυκό