versatilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
versatilité | versatilités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
versatilité (fr) θηλυκό
- η αστάθεια, το ευμετάβλητο
ενικός | πληθυντικός |
versatilité | versatilités |
versatilité (fr) θηλυκό