versio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | versio | versioj |
αιτιατική | version | versiojn |
versio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | versio | versioj |
αιτιατική | version | versiojn |
versio (eo)