vertebrulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vertebrulo | vertebruloj |
αιτιατική | vertebrulon | vertebrulojn |
vertebrulo (eo)
- (ζωολογία) το σπονδυλωτό