vespa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- vespa < λατινική vespa < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *wobʰseh₂ (σφήκα) < *webʰ- (υφαίνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vespa | vespe |
vespa (it) θηλυκό
- (εντομολογία) η σφήκα
- η βέσπα, γνωστό μοντέλο σκούτερ
[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vespa (pt) θηλυκό
- (εντομολογία) η σφήκα
- γνωστό μοντέλο σκούτερ