Μετάβαση στο περιεχόμενο

vestimentaire

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vestimentaire < λατινική vestimentarius < vestimentum (ένδυμα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɛs.ti.mɑ̃.tɛʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vestimentaire vestimentaires

vestimentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]