veturo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- veturo < γαλλική voiture...
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veturo | veturoj |
αιτιατική | veturon | veturojn |
veturo (eo)
- το αυτοκίνητο