Μετάβαση στο περιεχόμενο

viability

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
viability < viable + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

viability (en) (μη μετρήσιμο)

  • η βιωσιμότητα, το γεγονός ότι κάτι μπορεί να γίνει και μπορεί να είναι επιτυχημένο
      The viability of the business is in doubt.
    Η βιωσιμότητα της επιχείρησης είναι αμφίβολη.
     συνώνυμα:  sustainability

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]