vicino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vicino | vicini |
θηλυκό | vicina | vicine |
vicino (it)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vicino | vicini |
θηλυκό | vicina | vicine |
vicino (it)