vidiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

vidiĝi < vid- + -iĝ- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα vidiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας vidiĝas vidiĝanta vidiĝata
αόριστος vidiĝis vidiĝinta vidiĝita
μέλλοντας vidiĝos vidiĝonta vidiĝota
υποθετική vidiĝus - -
προστακτική vidiĝu - -

vidiĝi (eo)