vidpunkto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vidpunkto | vidpunktoj |
αιτιατική | vidpunkton | vidpunktojn |
vidpunkto (eo)
- η άποψη
- laŭ mia vidpunkto, κατά την άποψή μου