vidv-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- vidv- < λατινική vidua, ιταλική vedova, ρωσική вдoвa, πολωνική wdowa, γερμανική Witwe, αγγλική widow
Ρίζα[επεξεργασία]
vidv- (eo)
- ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: χηρεία