Μετάβαση στο περιεχόμενο

vieillesse

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

vieillesse < vieille + -esse

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vieillesse vieillesses

vieillesse (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]