vieillot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

vieillot < → δείτε τις λέξεις vieil και -ot

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vjɛ.jo/

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieillot vieillots
θηλυκό vieillotte vieillottes

vieillot (fr)