vigilance
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vigilance (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vigilance | vigilances |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vigilance (fr) θηλυκό
vigilance (en)
ενικός | πληθυντικός |
vigilance | vigilances |
vigilance (fr) θηλυκό