vigile
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vigile | vigiles |
vigile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο / η φύλακας
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vigile (fr) θηλυκό
- η παραμονή