vigueur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vigueur | vigueurs |
vigueur (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]και
ενικός | πληθυντικός |
vigueur | vigueurs |
vigueur (fr) θηλυκό
και