Μετάβαση στο περιεχόμενο

villain

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
villain villains

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

villain (en)

  1. ο κακός σε μια ιστορία, θεατρικό έργο κτλ.
      He played the villain’s role.
    Έπαιξε ρόλους κακού.
      the known villain of Greek cinema - η γνωστή κακιά του ελληνικού κινηματογράφου
  2. o αχρείος άνθρωπος, το κάθαρμα
  3. (αρχαϊκή μορφή του villein) ο δουλοπάροικος