vindicate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]vindicate (en)
- καθαρίζω από μια κατηγορία ή υποψία
- to vindicate someone's honor
- δικαιολογώ παρέχοντας αποδείξεις
- to vindicate a right, claim or title
- υπερασπίζομαι μια ιδέα ή μια υπόθεση
- to vindicate the rights of labor movement in developing countries
- δικαιολογώ, δικαιώνω
- The violent history of the suspect vindicated the use of force by the police.
- διεκδικώ
- (παρωχημένο) απελευθερώνω
- (παρωχημένο) εκδικούμαι, τιμωρώ
- A war to vindicate infidelity.