vindicative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]vindicative (en)
- που σχετίζεται με την ενέργεια του ρήματος vindicate
- εκδικητικός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vindicative | vindicatives |
vindicative (fr)
- θηλυκό του vindicatif