violation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
violation violations

Ετυμολογία [επεξεργασία]

violation < violate + -ion

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

violation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η παραβίαση, η καταπάτηση, η ενέργεια του να αρνούμαι να υπακούω σε νόμο, συμφωνία κτλ.
    The violation of the constitution is blatant.
    Η παραβίαση του συντάγματος είναι κατάφωρη.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη violate

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
violation violations

Ετυμολογία [επεξεργασία]

violation < λατινικά violatio

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

violation (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]