viole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
viole violes

viole (fr) θηλυκό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

viole (fr)

  • → δείτε τη λέξη violer

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]