violoncelliste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
violoncelliste | violoncellistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
violoncelliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
violoncelliste | violoncellistes |
violoncelliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό