Μετάβαση στο περιεχόμενο

virgül

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

virgül (tr)

  1. κόμμα (το σημείο στίξεως και η υποδιαστολή)
    bir virgül iki - 1,2 ("ένα κόμμα δύο")