virginal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό virginal virginaux
θηλυκό virginale virginales

virginal (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
virginal virginals

virginal (fr) αρσενικό

  1. (μουσική) τετραγωνικό μουσικό όργανο με πλήκτρα και χορδές που τραβάει ένα μικρό εξάρτημα σε μορφή μικρού αγκαθιού