Μετάβαση στο περιεχόμενο

virginité

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
virginité virginités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

virginité (fr) θηλυκό