virgulo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | virgulo | virguloj |
αιτιατική | virgulon | virgulojn |
virgulo (eo)
- ο παρθένος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | virgulo | virguloj |
αιτιατική | virgulon | virgulojn |
virgulo (eo)